σωματειακός

σωματειακός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωματείο (α. «σωματειακή οργάνωση» β. «σωματειακή νομοθεσία»)
2. φρ. «σωματειακό κράτος» — πολιτικό σύστημα που εφαρμόστηκε στη φασιστική Ιταλία και στο οποίο η οργάνωση στα ελεγχόμενα από το κράτος σωματεία ή στα συνδικάτα παραγωγών ήταν υποχρεωτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωματείο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωματειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σωματείο: Αντέδρασαν οι διάφορες σωματειακές ενώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”